Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Ένα δώρο μέσα απο τη καρδιά

ΕΝΑ ΔΩΡΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Κάποτε ζούσε στο Μεξικό ένα κοριτσάκι με τον μπαμπά του , που ήταν ψαράς. Την έλεγαν Μαρία-Φλόρες, όπως και τη μαμά της που είχε πεθάνει όταν το κοριτσάκι ήταν μωρό.
Ένα βράδυ την ώρα που έτρωγαν ο πατέρας της Μαρίας είπε: <<Μικρή μου , εδώ και πολλές βδομάδες τα δίχτυα μου είναι άδεια . Δε γίνεται να συνεχίσουμε έτσι . Βρήκα δουλεία σε ένα πλοίο που φεύγει αύριο για την Ευρώπη. Πρέπει να περάσεις το χειμώνα με τη γιαγιά σου στο Σαν Ντομίνγκο το χωριό της>>.
Ο μπαμπάς της την αγκάλιασε. <<Μερικές φορές πρέπει να κάνουμε κάτι, ακόμα κι αν είναι δύσκολο , μικρή μου .Τα έχω κανονίσει όλα .Η γιαγιά σου σε περιμένει .Αν φύγεις αύριο , θα είσαι εκεί τα Χριστούγεννα.>>
<<Κατάλαβα >> είπε η Μαρία. <<Ίσως του χρόνου να περάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα>>
Ο πατέρας της την αγκάλιασε πάλι και μετά σηκώθηκε και πήρε τον κουμπαρά από την κρυψώνα πίσω από το φούρνο.
<< Βέβαια ,πρέπει ν’ αγοράσουμε μερικά δώρα .Δεν μπορούμε να πάμε με άδεια χέρια.>>
Η Μαρία συμφώνησε . Κανένας από τους γνωστούς της δε πήγαινε να επισκεφθεί κάποιο φίλο ή συγγενή χωρίς να του πάει ένα δωράκι .Την επόμενη μέρα στην αγορά η Μαρία βοήθησε τον πατέρα της να διαλέξει τα κατάλληλα δώρα. Είχαν πολύ λίγα χρήματα , αλλά κατάφεραν να πάρουν ένα σάλι για τη γιαγιά και βαμβακερά μαντίλια για τους άλλους συγγενείς. Μετά τα ψώνια η Μαρία τύλιξε τακτικά τα ρούχα της μέσα σε ένα μπογαλάκι, αποχαιρέτησε τον πατέρα της με ένα φιλί και ξεκίνησε να πάει στη γιαγιά της, που έμενε σε ένα απομακρυσμένο χωριουδάκι πάνω στα βουνά.
Οι γιορτές είχαν ήδη αρχίσει και πολλοί άνθρωποι ταξίδευαν ελπίζοντας να καταφέρουν να φτάσουν στα σπίτια τους έγκαιρα για να απολαύσουν το χριστουγεννιάτικο δείπνο. Ο πατέρας της Μαρίας είχε κλείσει θέση σε ένα κάρο που πήγε ως τους πρόποδες του βουνού. Από εκεί ξεκινούσε ένα πολύ απότομο μονοπάτι. Η Μαρία συνέχισε το ταξίδι της με μουλάρι μαζί με το φαρμακοποιό του Σαν Ντομίνγκο , που είχε κατεβεί από το βουνό να αγοράσει φάρμακα.
Όταν έφτασαν στο χωριό της γιαγιάς, ήταν πολύ αργά και η Μαρία είχε αποκοιμηθεί πάνω στο μουλάρι.
<<Ξύπνα>> της είπε ο φαρμακοποιός. <<Φτάσαμε σχεδόν>>. Η Μαρία έτριψε τα μάτια της και είδε τα φώτα που τρεμόσβηναν μακριά. Της Θύμισαν τα φανάρια που ο παππούς της και οι άλλοι ψαράδες έβαζαν στις βάρκες τους.
<<Οι συγγενείς σου σε περιμένουν>> είπε ο φαρμακοποιός.
Το μουλάρι σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο όπου μερικοί άνθρωποι είχαν στριμωχτεί ο ένας κοντά στον άλλο για να ζεσταθούν. Οι μεγάλοι κρατούσαν λάμπες και ήταν σιωπηλοί, ώσπου μία γριούλα βγήκε μπροστά και είπε πολύ δυνατά <<Καλώς ήρθες στο χωριό μας Μαρία-Φλόρες.Είμαι η γιαγιά σου>>. Η γιαγιά φίλησε τη Μαρία δυνατά σταυρωτά στα μάγουλα και ύστερα όλοι οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω της και την αγκάλιαζαν και της έπιαναν το χέρι.
<<Πώς ήταν το ταξίδι σου;>>
<<Πρέπει να είσαι κουρασμένη και πεινασμένοι>>.
<<Είμαι ο ξάδερφός σου>>.
<<Ήμουν συμμαθητής της συγχωρεμένης της μαμάς σου>>.
Η Μαρία ένιωσε σαν την πριγκίπισσα του παραμυθιού όταν την οδηγούσαν στο σπίτι της γιαγιάς της , όπου στο τραπέζι υπήρχαν πολλά γλυκά και ζεστή σοκολάτα.
Ήταν σαν ένα ολόκληρο χωριό να περιμένει να δει την μικρή επισκέπτρια στην κουζίνα της γιαγιάς.
<<Δεν είναι όμορφο κοριτσάκι;>>
<<Ίδια και απαράλλαχτη με την μαμά της>>
<<Και πόσο ψηλή είναι για την ηλικία της!>>
Αργότερα, ξαπλωμένη σε ένα ζεστό ντιβάνι κοντά στη σόμπα, νυσταγμένη από το μεγάλο ταξίδι και την πολλή σοκολάτα, η Μαρία σκεφτόταν πόσο τυχερή ήταν. Παρ’ όλο που δεν ήξερε κανέναν από τους συγγενείς της μαμάς της, αυτοί είχαν μαζευτεί όλοι για να καλωσορίσουν.
<<Πόσο χαίρομαι που τους πήρα δώρα!>> έλεγε στον εαυτό της .<<Έτσι θα τους δείξω ότι και εγώ τους αγαπώ >>.
Η επόμενη μέρα ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Κάθε χρόνο οι κάτοικοι του Σαν Ντομίνγκο, αφού φάνε ένα πλούσιο χριστουγεννιάτικο δείπνο και ανταλλάξουν δώρα, πηγαίνουν στην εκκλησία . <<Απόψε πρέπει να πάμε στο Χριστούλη τα δώρα του>> είπε η γιαγιά.
<<Τι εννοείς ;>>ρώτησε η Μαρία
<<Στην εκκλησία έχουμε ένα άγαλμα του Θείου Βρέφους>> της εξήγησε η γιαγιά.
<<Κάθε χρόνο αφήνουμε δώρα στα πόδια του. Είναι παλιό έθιμο του χωριού>>.
<<Μα δεν έχω τίποτα να δώσω>> είπε η Μαρία
<<Δεν πειράζει>> είπε η γιαγιά. Εσύ είσαι καλεσμένη κανένας δε θα σε κακολογήσει>>.
<<Μα δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία με άδεια χέρια>> παραπονέθηκε η Μαρία.
<<Είναι αγένεια>>.
<<Εγώ θα πάω ένα καλάθι με αμύγδαλα>> είπε η γιαγιά <<Θέλεις να τα μοιραστούμε; Έχω ένα ωραίο κουτί να τα βάλεις μέσα>>.
<<Αυτό που προτείνεις ,γιαγιά, είναι υπέροχο>> είπε η Μαρία <<αλλά το δώρο πρέπει να προέρχεται από εμένα>>.
Έστυψε το μυαλό της προσπαθώντας να βρει τι δώρο θα κάνει στο Χριστό.
<<Μήπως να μαζέψω λουλούδια ;>>είπε <<Θα αρέσουν στο Χριστό>>

<<Βέβαια>> συμφώνησε η γιαγιά. <<Θα είναι πολύ ωραίο δώρο>>.
Πίσω από το σπίτι της γιαγιάς υπήρχε ένα κομμάτι γη που το έδαφος ήταν πολύ πετρώδες και δεν μπορούσαν να βοσκήσουν ζώα .Η Μαρία ήταν σίγουρη ότι θα έβρισκε εκεί λουλούδια, όπως άγριες μαργαρίτες και τριαντάφυλλα του βουνού. Αλίμονο όμως, δε βρήκε τίποτα. Τα είχα μαζέψει όλα αυτοί που ήθελαν να στολίσουν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι τους. Είχαν μείνει μόνο αγριόχορτα. Τι μίζερο δώρο για το Βασιλιά των Ουρανών, σκέφτηκε με θλίψη. Όμως δεν είχε χρόνο για να ψάξει να βρει κάτι άλλο. Η Μαρία άκουσε τη γιαγιά της να τη φωνάζει για το δείπνο. Γρήγορα γρήγορα μάζεψε μια αγκαλιά αγριόχορτα, διαλέγοντας αυτά με τα πιο ωραία φύλλα, και τα πήγε στο σπίτι. Η γιαγιά τα τύλιξε προσεκτικά σε ένα μεταξωτό σάλι σαν να ήταν ένα μπουκέτα μυρωδάτα λουλούδια.
Αργά τη νύχτα οι καμπάνες της εκκλησίας κάλεσαν όλο τον κόσμο στη γιορτή. Μέσα στην εκκλησία η χορωδία τραγουδούσε τα κάλαντα , ενώ οι πιστοί προσκυνούσαν το βωμό και το άγαλμα του Θείου Βρέφους που ήταν ακουμπισμένο σε μια φάτνη με μια κορόνα στο κεφάλι του. Ένας ένας άφηναν τα δώρα τους στα πόδια του. Κάποιοι πλούσιοι πρόσφεραν χρυσαφικά ή δοχεία με ακριβά αρώματα. Οι περισσότεροι έφεραν πιο ταπεινά δώρα: αυγά από τις κότες τους , καρπούς και φρούτα από τα χωράφια τους ή μικρά κέικ με φρούτα που είχαν ψήσει σε φούρνους έξω απ΄ τις αυλές τους . Οι κάτοικοι του χ0ωριού δεν είχαν χρήματα για ξόδεμα. Σε λίγο ήρθε η σειρά της Μαρίας να προσφέρει το δώρο της στο Χριστό. Η γιαγιά σκούντησε ελαφρά τη Μαρία και σηκώθηκαν και οι δύο μαζί . Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω τους καθώς περπατούσαν στο διάδρομο. Η Μαρία τους άκουσε να ψιθυρίζουν
<<Ποιο είναι το δώρο της γιαγιάς;>>
<<Ένα καλάθι με αμύγδαλα>>
<<Και τι έχει το κοριτσάκι μέσα στο μεταξωτό σάλι;>>
<<Μάλλον λουλούδια. Πρέπει να είναι πολύ ευαίσθητα για να τα έχουν τυλίξει έτσι>>.
Όταν θα καταλάβουν ότι έχω μόνο αγριόχορτα, σκέφτηκε η Μαρία, θα νομίσουν ότι θέλω να προσβάλω το Χριστό όχι να του κάνω δώρο.
Είχα μια ξαφνική παρόρμηση να γυρίσει και να το βάλει στα πόδια. Να μη σταματήσει αν δε απομακρυνθεί από την εκκλησία και δεν αφήσει πίσω της το χωριό. Μετά θυμήθηκε τι της είχε πει ο πατέρας της πριν λίγες μέρες
<<Μερικές φορές πρέπει να κάνουμε κάτι ακόμα κι αν είναι δύσκολο, μικρή μου >>..
Λοιπόν , ήταν πολύ δύσκολο για τη Μαρία να συνεχίσει να περπατάει στο διάδρομο της εκκλησίας με ένα μπουκέτο αγριόχορτα στο χέρι. Είχε όμως το σθένος να πει στον εαυτό της ότι το δώρο είναι για το Χριστό και όχι για να το θαυμάσουν οι κάτοικοι του Σαν Ντομίγκο. Αν άρεσε στο Χριστό , δεν την ένοιαζε τι θα πουν οι άλλοι .Δεν κατάλαβε πως έφτασε στο βωμό. Είδε τη γιαγιά να γονατίζει και να ακουμπάει το καλάθι μπροστά στο άγαλμα. Γονάτισε κι αυτή να βάλει το μπουκέτο της ανάμεσα στα άλλα δώρα . Κάποια στιγμή κάποιος απ΄ τους άντρες στα πρώτα στασίδια έσκυψε και της ψιθύρισε :<<Βγάλε το σάλι, κοπέλα μου, δείξε μας τα όμορφα λουλούδια που χαρίζεις στο Χριστό>>.
<<Δεν μπορώ>> του ψιθύρισε η Μαρία
Ο άντρας χαμογέλασε νομίζοντας πως η Μαρία δεν μπορούσε να λύσει το μεταξένιο σάλι. Της πήρε το μπουκέτο λέγοντας :<<Δώς΄ το μου θα το κάνω εγώ>>.
Άνοιξε σιγά σιγά το σάλι. Ο κόσμος στην εκκλησία έμεινε με το στόμα ανοιχτό
<<Τι ωραία λουλούδια!>>
<<Πανέμορφα!>>
<<Πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο στη ζωή μου>>.
Η Μαρία είχε μείνει άφωνη. Τα αγριόχορτα δεν ήταν πια αγριόχορτα.
Είχαν γίνει λουλούδια που έμοιαζαν με Χριστουγεννιάτικα αστέρια.
Τα πράσινα φύλλα στην κορυφή είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει κόκκινα βελούδινα
Πέταλα.
Η Μαρία κατάλαβε ότι ο Χριστός είχε κάνει ένα θαύμα . Είδε την ομορφιά του δώρου που έβγαινε από την καρδιά της και θέλησε να τη δείξει σε όλους μέσα στην εκκλησία .Κανένας από το εκκλησίασμα δεν μάντεψε τι είχε συμβεί. Όλοι νόμιζαν ότι η Μαρία είχε αγοράσει αυτά τα όμορφα λουλούδια στο ταξίδι της προς το χωριό . ούτε το κοριτσάκι είπε τίποτα σε κανέναν για το θαύμα . Ήξερε ότι κάνεις δε θα την πίστευε . Μόνο η γιαγιά της, που ήξερε τι είχε συμβεί , μοιραζόταν μαζί της το μυστικό. Μετά τα Χριστούγεννα η γιαγιά φύτεψε τα λουλούδια στο μέρος απ΄ όπου η Μαρία είχε κόψει τα αγριόχορτα. Ψήλωσαν κι έγιναν ένας μεγάλος θάμνος που άνθιζε κάθε χρόνο το Δεκέμβριο. Σήμερα το φυτό ονομάζεται ποϊνσέτια και φυτρώνει σε πολλές χώρες σε όλη τη γη. Ο κόσμος πηγαίνει μεγάλα μπουκέτα στην εκκλησία κάθε Χριστούγεννα για να δείξει στο Χριστό πόσο τον αγαπάει. Όπως έκανε και η Μαρία-φλόρες στο Μεξικό πάρα πολλά χρόνια πριν!